- ματαιοσπουδία
- η (Α ματαιοσπουδία) [ματαιοσπουδώ]μάταιη ενασχόληση με ασήμαντα πράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματαιοσχολία — η η ματαιοσπουδία, η ενασχόληση με ασήμαντα και ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ματαιόσχολος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] … Dictionary of Greek